- θυώδεος
- θυώδηςsmelling of incensemasc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν … Deutsch Wikipedia
ADRESTE — Helenae ancilla, Homer.Od. 4. v. 305. Ε᾿κ ῤ Ε῾λένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο Η῎λυςεν, Α᾿ρτέμιδι χρυσηλαχάτῳ εἰκῆα. Τῇ δ᾿ αρ ἅμ᾿ Α᾿δρήςτη κλισίην ἐΰτυκτον ἔθηκεν. Α᾿λκίππη τε τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο … Hofmann J. Lexicon universale
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek